- χουβαρντάς
- ο, θηλ. χουβαρντού, Νβλ. κουβαρντάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουβαρντάς — χουβαρντάς, ο και κουβαρντάς, ο (λ. τουρκ.), αυτός που δαπανά για τους άλλους, γενναιόδωρος, απλόχερης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουβαρντού — η, Ν βλ. χουβαρντάς … Dictionary of Greek
γαλαντόμος — ο (λ. ιταλ.), ο ευγενής, ο ανοιχτοχέρης, ο γενναιόδωρος, ο χουβαρντάς, ο περιποιητικός: Μου στέλνει κάθε μέρα ανθοδέσμες γιατί είναι γαλαντόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελευθέριος — α, ο 1. (για επαγγέλματα), που δεν εξαρτιέται από ορισμένο ωράριο ή μισθό: Οι γιατροί έχουν ελευθέριο επάγγελμα. 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς. 3. ακόλαστος, που ελευθεριάζει (βλ. λ., 2): Γυναίκα ελευθερίων ηθών. 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουβαρντόπαιδο — χουβαρντόπαιδο, το και κουβαρντόπαιδο, το νεαρός χουβαρντάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)